- ἐδωδίμου
- ἐδώδιμοςeatablemasc/neut gen sg (ionic)ἐδώδιμοςeatablemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμυγδαλιά — Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην… … Dictionary of Greek
ζαφορά — Ουσία που εξάγεται από τα στίγματα των λουλουδιών του κρόκου του εδώδιμου. Λέγεται και σαφράνα ή σαφαράνα. Βλ. λ. κρόκος. * * * και σαφορά, η (Μ ζαφορά και ζαφαράς) 1. το φυτό «κρόκος ο καρτραϊκός» και η χρωστική ουσία που προέρχεται από αυτό 2.… … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek
κλαμ — το ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους εδώδιμου μαλακίου Mercenaria mercenaria. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ clam. Τα μαλάκια πήραν την ονομασία αυτή από το ρ. clamp «συσφίγγω», λόγω τού κελύφους τους, που κλείνει με δύναμη] … Dictionary of Greek
κοκκινογούλι — το κοινή ονομασία τού εδώδιμου φυτού τεύτλο το ερυθρόφυλλο, αλλ. παντζάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινο + γουλί «βλαστάρι, κοτσάνι»] … Dictionary of Greek
κοκκινομανίταρο — το και κοκκινομάνιτας, ο κοινή ονομασία είδους εδώδιμου μανιταριού … Dictionary of Greek
λυοφιλοποίηση — η τεχνολ. μέθοδος αφυδάτωσης ενός εδώδιμου, κυρίως, προϊόντος με γρήγορη κατάψυξη την οποία ακολουθεί η εξάτμιση τού σχηματισμένου πάγου, αλλ. λυόφιλη αποξήρανση … Dictionary of Greek
λωτόμηλα — τα ονομασία τών καρπών τού λωτού τού εδώδιμου … Dictionary of Greek
μινύριγμα — μινύριγμα, τὸ (Α) είδος εδωδίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύρισμα] … Dictionary of Greek
μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… … Dictionary of Greek